- ὑποπεπωκώς
- ὑποπίνωdrink a littleperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπίνω — Α [πίνω] 1. πίνω λίγο 2. πίνω σιγά σιγά και για πολλή ώρα ως επιδόρπιο 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑποπεπωκώς ελαφρώς μεθυσμένος … Dictionary of Greek